- ἐπότισας
- ποτίζωgive to drinkaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάνυξη — η (AM κατάνυξις) 1. έξαρση τής ψυχής από ευσέβεια, βαθιά ευλάβεια, έκσταση 2. πρόκληση μεγάλης συγκίνησης αρχ. νάρκη, λήθαργος («ἐπότισας ἡμᾱς οἶνον κατανύξεως», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατανύσσω. Για τη σημασιολογική εξέλιξη τής λ. βλ. κατανύσσω] … Dictionary of Greek